- φθονερός
- -ή, -ό / φθονερός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και φτονερός, -ή, -ό, Ν(για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνονεοελλ.αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια»)μσν.-αρχ.(για αισθήματα) δυσμενήςαρχ.1. χαρακτηρισμός τών θεών οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, φθονούσαν εκείνους που έκαναν κακή χρήση τών θεϊκών δώρων ή εκείνους που ήταν υπερβολικά ευτυχισμένοι («ἐπιστάμενόν με τὸ θεῑον πᾱν ἐὸν φθονερόν», Ηρόδ.)2. (για ζώο) κακότροπος, ατίθασος.επίρρ...φθονερώς / φθονερῶς, ΝΜΑ, και φθονερά Νμε φθόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόνος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.